διορθωτικός

διορθωτικός
-ή, -ό (AM διορθωτικός, -ή, -όν) [διορθωτής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή
2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση
νεοελλ.
1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό
ειδικό υγρό για τη διαγραφή σφαλμάτων σε γραπτό κείμενο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διορθωτικά
η αμοιβή τού διορθωτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διορθωτικός — corrective masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να διορθώνει: Δόθηκε στους εργαζόμενους διορθωτική αύξηση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., διορθωτικά η αμοιβή του διορθωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορθωτικά — διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc pl διορθωτικά̱ , διορθωτικός corrective fem nom/voc/acc dual διορθωτικά̱ , διορθωτικός corrective fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικώτερον — διορθωτικός corrective adverbial comp διορθωτικός corrective masc acc comp sg διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικῶν — διορθωτικός corrective fem gen pl διορθωτικός corrective masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικόν — διορθωτικός corrective masc acc sg διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικοῖς — διορθωτικός corrective masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικοί — διορθωτικός corrective masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικοῦ — διορθωτικός corrective masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικῆς — διορθωτικός corrective fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”