- διορθωτικός
- -ή, -ό (AM διορθωτικός, -ή, -όν) [διορθωτής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωσηνεοελλ.1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικόειδικό υγρό για τη διαγραφή σφαλμάτων σε γραπτό κείμενο3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διορθωτικάη αμοιβή τού διορθωτή.
Dictionary of Greek. 2013.